ασετιλίνη

ασετιλίνη
Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα μειονεκτήματα αυτά, και ιδιαίτερα παρά τις δυσκολίες της εναποθήκευσής της, η α. χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία παλαιότερα για φωτισμό ακόμα και αυτοκίνητων, ποδήλατων, πλοίων κλπ. με χρήση ειδικών συσκευών όπου παράγεται σε μικρές ποσότητες και χωρίς διακοπή, με νερό που πέφτει σε σταγόνες πάνω σε κομμάτια ανθρακασβεστίου και με ειδικούς λύχνους και λάμπες όπου με τη ρύθμιση της παροχής αέρα επιτυγχάνεται η ομαλή καύση της α. με μια φλόγα λευκή, έντονα φωτεινή. Με την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού η χρήση της α. περιορίστηκε στο ελάχιστο. Το κύριο συστατικό της α. είναι το ακετυλένιο, ένας ακόρεστος υδρογονάνθρακας πλούσιος σε άνθρακα (92,6%) με χημικό τύπο HC ≡ CH (αιθίνιο), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας. Το ακετυλένιο το ανακάλυψε o Έντμοντ Ντέιβι, το 1836, και παρασκευάζεται σε ποσότητες με την επίδραση του νερού στο ανθρακασβέστιο και περισσότερο οικονομικά από μεθάνιο ή υδρογονάνθρακες με θερμική διάσπαση γνωστή ως πυρόλυση (cracking). Είναι αέριο άχρωμο, άοσμο (η δυσάρεστη οσμή της α. οφείλεται σε παραπροϊόντα από το ανθρακασβέστιο, ιδίως φωσφίνες) και προκαλεί ασφυξία (όταν είναι σε μεγάλες συγκεντρώσεις) και ύπνωση. Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε σε καθαρή κατάσταση ως χειρουργικό αναισθητικό· με καθαρό οξυγόνο και στην κατάλληλη αναλογία καίγεται, αναπτύσσοντας θερμοκρασία περίπου 3.000°C. Πρόκειται για τη γνωστή ως οξυακετυλενική φλόγα που χρησιμοποιείται σε εργασίες συγκόλλησης και κοπής μετάλλων σε υψηλό σημείο τήξης. Με τον αέρα και σε ορισμένη αναλογία καίγεται παράγοντας έντονο φως που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το ηλιακό φως. To ακετυλένιο, επειδή είναι εκρηκτικό και στις πιο μικρές υπερπιέσεις, φέρεται στο εμπόριο σε χαλύβδινες οβίδες, που έχουν γεμιστεί προηγουμένως με μια πορώδη μάζα εμποτισμένη με ακετόνη και στις οποίες εισάγεται καθαρό και ξηρό με πίεση 12–15 ατμ. Η εφαρμογή του στη βιομηχανία επεκτείνεται σε διάφορα πεδία. Οι πρώτες ενδιαφέρουσες μελέτες για την εφαρμογή του ακετυλένιου στην παραγωγή πλαστικών πραγματοποιήθηκαν από τον Γερμανό χημικό I. Βάλτερ Ρέπε κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, έγιναν όμως γενικά γνωστές μόνο στο τέλος του πολέμου. Λόγω της εκρηκτικότητας του ακετυλένιου αναπτύχθηκε στις εφαρμογές του μια ειδική τεχνική επεξεργασίας σε υψηλές θερμοκρασίες που αναφέρεται με το όνομα χημεία του Ρέπε. Το ακετυλένιο χρησιμοποιήθηκε στις πρώτες προσπάθειες παρασκευής του συνθετικού ελαστικού, που άρχισαν το 1930 στις ΗΠΑ. Σήμερα είναι βασική πρώτη ύλη για την παρασκευή διαλυτικών για τα βερνίκια αυτοκινήτων, των υφαντικών ινών και των πλαστικών διαφανών ουσιών, όπως το πλέξιγκλας. Είναι επίσης σημαντικό στοιχείο στη σύνθεση της βιταμίνης Α. Το ακετυλένιο με καθαρό οξυγόνο και στην κατάλληλη αναλογία καίγεται αναπτύσσοντας θερμοκρασία 3000°C περίπου. Πρόκειται για τη γνωστή ως οξυακετυλενική φλόγα που χρησιμοποιείται σε εργασίες συγκόλλησης ή κοπής μεταλλικών αντικειμένων με υψηλό σημείο τήξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασετιλίνη — η είδος καύσιμης ύλης, το ακετιλένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακετυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με εμπειρικό τύπο C2H2, το πρώτο και σπουδαιότερο μέλος της σειράς των υδρογονανθράκων με έναν τριπλό δεσμό (αλκίνια) ή ακετυλενικών υδρογονανθράκων. Λέγεται και αιθίνιο. Βλ. λ. ασετιλίνη. * * * το ή ασετυλίνη, η Χημ.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • ακετιλένιο — το η ασετιλίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”